ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ, ΜΕΣΑ ΚΙ ΕΞΩ

Όταν το πολυπρισματικό ζωγραφικό εργαστήριο εκρήγνυται από το παράθυρο στον έξω κόσμο κι΄ αφηγείται αρχέτυπες ιστορίες.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ: ΟΠΟΥ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ ΕΠΙΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΤΡΟΧΙΑ ΕΝΟΣ ΠΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΕΦΟΡΜΩΝΤΑΣ ΑΝΤΙΚΡΥΖΕΙ ΕΚΡΥΘΜΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Το βλέμμα του θεατή μοιάζει σα να κατεβαίνει από μια πτήση στον αέρα του δωματίου, να ακουμπά σχεδόν στο τραπέζι που βρίσκεται στο μέσον και να ξεχύνεται έξω απ’ τα ανοιγμέ­να φύλλα της πόρτας, για να συναντήσει ένα φάρο, στο ακρωτήρι, στο βάθος του τοπίου. Αυτή η τροχιά είναι σταθερή στα περισσότερα έργα. Και αφήνει το κρυφό συναίσθημα ότι είναι παλινδρομική, ότι δηλαδή επιστρέφει πίσω στην αφετηρία της, αφού κινηθεί ως εκκρεμές στε­ρεωμένο στην οροφή του παράδοξου αυτού δωματίου όπου διαδραματίζονται οι ζωγραφιές.

Αυτά που αντικρίζει το βλέμμα μας καταγράφονται καθαρά. Ένα τραπέζι στο κέντρο σχε­διασμένο σαν από βυζαντινό ζωγράφο, έτσι που να το βλέπουν με σχεδιαστική προοπτική από κάθε γωνιά του δωματίου. Πάνω του, αντικείμενα γνώριμα και οικεία – μπουκάλια κρασιού, ποτήρια γεμάτα ή άδεια, κουτιά με τσιγάρα και σπίρτα, μαχαιροπήρουνα, ένα βιβλίο, γυαλιά ανάγνωσης κ.α. – αλλά επίσης και άλλα που η ύπαρξη τους ξαφνιάζει, όπως κομμένα κλαδιά, μικρές φλόγες κεριών που ξεπροβάλλουν απ’ το ξύλο του τραπεζιού και σκιές από ανθρώπι­να κεφάλια ή χέρια που θα πρέπει να βρίσκονται λίγο πιο πίσω στο δωμάτιο. Στο πάτωμα, τέλος, γυναικεία γοβάκια ή ακουμπισμένες φόρμες από φως νέον που θυμίζει νυχτερινό μπαρ, συμπληρώνουν όλα όσα συναντά το διαγώνιο βλέμμα που διατρέχει τον πίνακα.

Μια κατάσταση εμφανώς έκρυθμη. Τι να συμβαίνει;

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ: ΟΠΟΥ ΟΙ ΕΚΡΥΘΜΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΕΣ

Η κατάσταση στο δωμάτιο που μας περιγράφει ο Σάμιος είναι πολύ διαταραγμένη. Σαν όλα τα αντικείμενα να σηκώθηκαν και να ξανακάθισαν όπου βρήκαν, οδηγημένα από μια μυστήρια δύναμη. Να ήταν άραγε ένας δυνατός σεισμός που ταρακούνησε το τραπέζι – κι ό,τι βρισκόταν επάνω του – που έριξε στο πάτωμα το ροζ σωλήνα από νέον, που κάνει το ξύλο να βγάζει φλόγες και τις σκιές απ’ τις ανθρώπινες φιγούρες να προδίδουν τόση ανησυχία και ταραχή, σχεδόν τρόμο;

Μ’ αυτή τη σκέψη, το δωμάτιο γίνεται κλειστοφοβικό και το βλέμμα ψάχνει διέξοδο στο άνοιγμα της πόρτας, απ’ όπου παίρνει μια πρώτη απάντηση: Όχι δεν είναι σεισμός, αφού ο ψηλός φάρος στην άκρη της στεριάς δεν γκρεμίστηκε και εξακολουθεί να φωτίζει και να μας επιτρέπει να βλέπουμε τη θάλασσα ήρεμη. Μ’ εξαίρεση ένα – δύο πίνακες όπου βλέπουμε σημά­δια πυρκαϊάς, ο έξω κόσμος δε μοιάζει να έχει κάποιο μεγάλο πρόβλημα. Έτσι, επιστρέφου­με στο δωμάτιο με αυξημένη την περιέργεια.

Προσέχουμε λεπτομερέστερα και επιχειρούμε άλλη εξήγηση: Αν λοιπόν δεν είναι φυσικό φαινόμενο, μήπως είναι ψυχικό;

Τότε βλέπουμε ότι ένα κεφάλι κι ένα χέρι ξεφυτρώνουν απ’ το τραπέζι, ενώ σ’ άλλο έργο, βλέπουμε τη μια πλευρά του να λυγίζει στο σημείο που την ακουμπά ένα ραβδί. Βλέπουμε τη σκιά απ’ το γυναικείο κεφάλι να συναντά το πραγματικό κολιέ πάνω στο τραπέζι και να μοιάζει σα να το φορά. Παρατηρούμε και τις δύο άλλες σκιές – άντρας και γυναίκα στο ίδιο έργο, γυμνοί – να έχουν παράξενες ιδιότητες, αυτή ένα κεφάλι που καίγεται (χωρίς να φθεί­ρεται) και αυτός κάτι σα μικρά κέρατα.

“Η Νύμφη και ο Πάνας” βιαζόμαστε να καταλήξουμε. Μια ερωτική συνεύρεση με νόημα αρχέτυπο, μυθολογικό, διαχρονικό. Άρα η όλη διαταραχή στο περιβάλλον δεν είναι άλλο παρά μια έντονη προσωπική, μια ερωτική μάλλον συνάντηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ένταση και ερωτισμός.

Όμως όχι, η όλη ατμόσφαιρα μπορεί να έχει σύμβολα καθημερινής οικειότητας και ευω­χίας, αλλά προδίδει μια κατάσταση μεταφυσική, εκτός βιωμένων ορίων. Οι σκιές δημιουργούν αινίγματα, υπαινιγμούς, διάλογο φανερού και κρυμμένου. Σα να προκαλούνται όχι από γνώ­ριμη φωτεινή πηγή αλλά από μια άλλη, ανεξερεύνητη. Οι καταστάσεις που απεικονίζει και δραματοποιεί ο ζωγράφος, μοιάζουν ανεξέλεγκτες.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΜΙΣΟΔΕΙΧΝΕΙ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΟΥ

… Όχι όμως και αδιέξοδες, αφού στην τέχνη ένα σύνολο από αινίγματα και υπαινιγμούς είναι η ίδια η ουσία της, όσο σ’ ένα επιστημονικό κείμενο ουσία είναι η ίδια η ορθολογική αντι­παράθεση των αποδεικτικών επιχειρημάτων.

Τι κάνει τότε ο ζωγράφος μας;

Αφηγείται τις συνέπειες μιας φυσικής καταστροφής, που έγινε ή που φοβάται ότι επίκει­ται;

Αφηγείται μια έντονη ερωτική συνάντηση που τον κάνει να βλέπει τον κόσμο σε κομμάτια που θα ξαναμονταριστούν ίσως αργότερα;

Αφηγείται μύχιους φόβους, εφιάλτες και εμμονές που ήλθαν στο φως απ’ το ψυχικό βάθος και ταράζουν τη φυσική όψη της πραγματικότητας;

Το κουβάρι μοιάζει μπλεγμένο, μας αναγκάζει να κοιτάξουμε έξω απ’ το άνοιγμα του δωμα­τίου, στον ανοιχτό αέρα, όπου οι καταστάσεις μοιάζουν πολύ πιο ήρεμες. Κι εκείνος ο φάρος στην άκρη του κόσμου τί ρόλο παίζει; Γιατί φωτίζει σαν από εικονογράφηση σε παιδικά μυθι­στορήματα του Ιουλίου Βερν; Γιατί θυμίζει λαϊκές θρησκευτικές γκραβούρες; Γιατί εμένα μου μοιάζει σαν τον αποχωρούντα ήλιο στη “Μελαγχολία” του Ντύρερ; Μια αίσθηση μεταφυσικής αποκάλυψης υπαι-νίσσονται όλ’ αυτά. Αποκάλυψης;

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ): ΜΙΑ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΑΠ’ΤΟ ΒΑΘΥ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Η περιγραφικότητα στις εικόνες που παρουσιάζει ο ζωγράφος μας δεν πρέπει να είναι παρά ένα προσωπείο, σκέφτομαι καβαλώντας πάλι την τροχιά του βλέμματος που περιέγρα­ψα στο πρώτο μέρος, πίσω – μπρος, στο εκκρεμές που διαγράφεται νοητά. Η αφήγηση των καταστάσεων στις οποίες με οδήγησαν όσα βλέπω πάνω στους πίνακες, έχει κρυφά σημεία. Ο φίλος ζωγράφος στήνει παγίδες για να τα διέλθουμε λάθρα. Αλλού έγκειται η δραματουργία των περιγραφόμενων κατά-στάσεων. Πού;

Μα, στην έννοια “Παράθυρο στον Κόσμο”. Στην έννοια του ανοίγματος που δημιουργεί η πόρτα, και εμμέσως σ’ όσα έλεγαν στα χρόνια της Αναγέννησης: ότι ένας πίνακας είναι σαν ένα παράθυρο στον τοίχο που μας ανοίγει έναν άλλο κόσμο. “Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων” γίνεται ο θεατής, έστω και αν στους πίνακες αυτούς του Σάμιου οι περιπετειώ­δεις παραδοξότητες βρίσκονται στην απ’ εδώ πλευρά των πραγμάτων και όχι στην άλλη.

Οι πίνακες αυτοί μας μιλούν για την ίδια τη ζωγραφική: Ότι η ζωγραφική είναι μια πόρτα ή ένα παράθυρο που μας οδηγεί στο όνειρο, σε όσα ο ψυχισμός μας φυλάει στο βάθος του.

Πλατωνισμός; Οι σκιές των ξόανων που απεικονίζουν ανθρώπους και καταστάσεις, αλλά που παραμένουν φευγαλέα και προσωρινά, εκτός εάν αναχθούν πίσω, στα αρχέτυπα, στην Ιδέα;

Στο σημείο αυτό αισθάνομαι το ζωγραφισμένο φως του φάρου να σημαδεύει τις δικές μου κρυφές σκέψεις.

Θυμάμαι την ξενάγηση που μου έκανε πριν μήνες στο Μοναστήρι της Ιερής Πάτμου και μου εξηγούσε την εικονογραφία του ναού, σ’ ένα διάλειμμα του συμποσίου που γινόταν στο νησί, στο οποίο συμμετείχαμε και οι δύο. Ο Σάμιος μιλούσε για ένα ιδεατό ναό με ανοίγματα στον φυσικό χώρο, ποιητικό και όχι παραδοσιακό – τυπολατρικό. Λίγο μετά, με την Ευφροσύνη Δοξιάδη κουβε-ντιάζαμε για το πως το Βυζάντιο μετεξέλιξε την αρχαιοελληνική ζωγραφική και την μετέδωσε στη δυτική Ευρώπη, στα χρόνια του Τζιότο, ενώ από τον Αλέκο Λεβίδη ακούγαμε το πως οι πλατωνικές αντιλήψεις περί χρωμάτων ζούσαν στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, μαζί βέβαια με τις θεωρίες για τον ρόλο της αναπαράστασης, δηλαδή της ίδιας της ζωγραφικής.

Αφού έτσι θυμήθηκα ότι ο Σάμιος δεν είναι μόνο ένας από τους σημαντικότερους ζωγρά­φους της γενιάς του, αλλά και πετυχημένος αγιογράφος, ξαναγύρισα το βλέμμα μου στους πίνακες αυτής της νέας δουλειάς.

Και όταν ξαναείδα την πολυπρισματική βυζαντινή προοπτική του τραπεζιού στο κέντρο του δωματίου, ξέχασα όσα είχα σκεφτεί προ ετών περί Σεζάν και ορθολογισμένου προοπτι­κού χώρου και ένοιωσα το φως αυτού του στερεότυπα ζωγραφισμένου φάρου να αυξάνει, να φωτίζει περισσότερο τους πίνακες αλλά και των παράμεσα δικό μου ψυχικό κόσμο.

Τότε πρόσεξα περισσότερο τον χρωματισμό των έργων, ειδικότερα την εναρμόνιση των τόνων, το χαμηλό κοντράστ. Οι υπαινικτικές σκιές των πινάκων δεν εξαφανίσθηκαν μεν, αλλά συντονίστηκαν από ένα πιο αποκαλυπτικό φως. Και όσο αφορά σ’ εμένα τον θεατή και ως προς τον Σάμιο, τον δημιουργικό επεξεργαστή και φανερωτή των εικόνων κάθε πίνακα.

Τώρα οι ζωγραφιές του δε μου φάνηκαν να αφηγούνται ιστορίες προσωπικού ενδιαφέρο­ντος μόνο, ούτε απλώς και το τι συμβαίνει σ’ ένα ζωγραφικό εργαστήριο, αλλά μια παραβολή πολύ σχετική με το Σπήλαιο των Ιδεών του Πλάτωνα. Πως η ψυχή του ζωγράφου ψάχνει το βάθος της, στα χρόνια της ωριμότητας και της καταξίωσης. Το πως αναζητά τον ενθουσιασμό (εν – θεός), την άδεια για να ποιήσει ομοίωμα και σύμβολο του κόσμου.

Ο Σάμιος μ’ αυτά τα έργα του ζωγραφίζει τη φιλοσοφία της τέχνης. Και ταυτόχρονα δηλώ­νει το πολιτισμικό του στίγμα, ένα στίγμα ιστορικό και διαχρονικό, το οποίο μας αφορά συλ­λογικά.

Στοιχεία Επικοινωνίας

Ατελιέ : Ρεμούνδου 17 10446 Αθήνα
Τηλ. : 210 88 46 047
Κινητό : 6972 42 65 20
Email: pavlos@samiospavlos.gr

© 2014 Samios Pavlos | Designed by Anektimito.gr

Επιμέλεια αρχείου Π.Σάμιου

Πηνελόπη Μπαρμπετάκη
Email: pbarbe@otenet.gr

ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ